- πικτογραφία
- η, Νη χρήση σχεδίων ή απλοποιημένων εικονογραφικών παραστάσεων, οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στη μεταβίβαση ενός μηνύματος και στην επίτευξη μιας στοιχειώδους μορφής επικοινωνίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pictography (< λατ. pictus, παθ. μτχ. τού pingo «ζωγραφίζω» + -γραφία*)].
Dictionary of Greek. 2013.